Το έδαφος είναι ένας πολύτιμος φυσικός πόρος με κρίσιμες λειτουργίες, όπως η παραγωγή τροφίμων, η αποθήκευση νερού, η διατήρηση της βιοποικιλότητας και η ρύθμιση του κύκλου του άνθρακα. Αποτελεί επίσης το μέσο πάνω στο οποίο ο άνθρωπος ζει, παράγει προϊόντα και διαχειρίζεται απόβλητα. Για τον λόγο αυτό, η ρύπανση του εδάφους συνιστά μια αυξανόμενη περιβαλλοντική πρόκληση, που επηρεάζει τόσο την ανθρώπινη υγεία όσο και τα οικοσυστήματα. Επιπλέον, νέοι ρύποι όπως τα PFAS, καθιστούν τη διαχείρισή του ακόμη πιο περίπλοκη.

Οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης, λόγω της μακράς βιομηχανικής τους ιστορίας, αντιμετώπισαν το ζήτημα ήδη από τις δεκαετίες του 1980 και 1990, αναπτύσσοντας εθνικά θεσμικά πλαίσια. Αρχικά η στρατηγική βασιζόταν στην «απορρύπανση στην προτέρα φυσική κατάσταση», μια ακριβή και συχνά ανεφάρμοστη λύση. Σήμερα η επικρατούσα προσέγγιση είναι η «απορρύπανση με γνώμονα τη χρήση γης», όπου το έδαφος αποκαθίσταται σε επίπεδο κατάλληλο για τη συγκεκριμένη χρήση του (π.χ. βιομηχανική, οικιστική). Παράλληλα οι χώρες αυτές ανέπτυξαν ειδικές πολιτικές για τη διαχείριση της ιστορικής ρύπανσης, επιτυγχάνοντας μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση.

Παρότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσπίσει αυστηρούς κανόνες για το νερό και την ατμόσφαιρα, δεν έχει αναπτύξει μέχρι σήμερα μια ενιαία πολιτική για το έδαφος. Η προστασία του βασίζεται σε αποσπασματικές νομοθετικές ρυθμίσεις, όπως η Οδηγία για την Περιβαλλοντική Ευθύνη (2004/35/EC) και η Οδηγία για τις Βιομηχανικές Εκπομπές (2010/75/EU). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διαμορφωθεί μια πραγματικότητα «πολλών ταχυτήτων» μεταξύ των κρατών-μελών, καθώς κάποιες χώρες έχουν αναπτύξει προηγμένα συστήματα διαχείρισης, ενώ άλλες, όπως η Ελλάδα, δεν έχουν ακόμη θεσπίσει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο διαχείρισης ρυπασμένου εδάφους. Οι  διαφορές αυτές γίνονται ακόμα μεγαλύτερες για τις υπό ένταξη χώρες.

Η ΕΕ, αναγνωρίζοντας την ανάγκη για ενιαία πολιτική που θα διέπει το έδαφος, προχώρησε στη διαμόρφωση της Στρατηγικής για το Έδαφος με ορίζοντα το 2030 και ετοιμάζει μια νέα Οδηγία για την Παρακολούθηση και Ανθεκτικότητα του Εδάφους, η οποία αναμένεται να ψηφιστεί, μετά από αρκετές καθυστερήσεις, έως τα τέλη του 2025. Μέρος των παραπάνω αφορούν επίσης τη διαχείριση του ρυπασμένου εδάφους. Παρόλο που η νέα Στρατηγική και η Οδηγία δεν καλύπτουν πλήρως όλες τις πτυχές του προβλήματος της διαχείρισης του ρυπασμένου εδάφους, αποτελούν ένα σημαντικό πρώτο βήμα. Ωστόσο, η εφαρμογή τους απαιτεί την ανάπτυξη και προσαρμογή κατάλληλων εργαλείων από κάθε κράτος-μέλος. Οι χώρες με εμπειρία θα προσαρμοστούν ταχύτερα, ενώ χώρες όπως η Ελλάδα θα πρέπει να χτίσουν ένα νέο πλαίσιο σχεδόν από μηδενική βάση. Ωστόσο, η εμπειρία που έχει έως σήμερα συσσωρευτεί από τις πιο προχωρημένες στο αντικείμενο χώρες, μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο οδηγό για χώρες όπως η Ελλάδα, ώστε να αποφευχθούν λάθη και παραλείψεις που έκαναν οι πρώτες στο παρελθόν και να εξοικονομηθεί έτσι πολύτιμος χρόνος και πόροι για τις δεύτερες.

Η GIZ και το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) αντιλαμβανόμενοι το κενό ανέθεσαν στην ENYDRON τη διεξαγωγή μελέτης για την αναγνώριση καλών διεθνών πρακτικών, με στόχο τη δημιουργία ενός οδικού χάρτη για τη διαχείριση ρυπασμένου εδάφους στην Ελλάδα[1]. Η μελέτη αυτή, που εκπονήθηκε σε συνεργασία με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, βασίστηκε σε εκτενή βιβλιογραφική ανασκόπηση και σε συνεντεύξεις με περίπου 50 ειδικούς από τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, της Ελλάδας και του εξωτερικού (ΕΕ, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ). Τα αποτελέσματα της έρευνας, τα οποία δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Integrated Environmental Assessment and Management[2], υπογραμμίζουν την ανάγκη για μια σταδιακή και καλά σχεδιασμένη προσέγγιση. Στο πρώτο στάδιο κατάλληλα εργαλεία από άλλες χώρες θα πρέπει να επιλεχθούν και να χρησιμοποιηθούν, ώστε να καλύψουν τις άμεσες ανάγκες διαχείρισης ρυπασμένου εδάφους στη χώρα. Στο δεύτερο στάδιο, έχοντας πλέον αποκτήσει κατάλληλη εμπειρία, νέα εργαλεία και πολιτικές θα πρέπει να σχεδιαστούν, τα οποία θα είναι πλέον πλήρως προσαρμοσμένα στις συνθήκες της χώρας. Απώτερος στόχος του εγχειρήματος αυτού είναι η διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής, η οποία θα αξιοποιεί τις διεθνείς καλές πρακτικές, αλλά θα είναι προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες του ελληνικού φυσικού και διοικητικού περιβάλλοντος.

Προκειμένου αφενός να καλυφθούν οι σημερινές ανάγκες στον τομέα και αφετέρου να προετοιμαστούμε εγκαίρως για την επικείμενη Οδηγία της ΕΕ, η Ελλάδα πρέπει να κινηθεί άμεσα προς τη διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής για το ρυπασμένο έδαφος. Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με όρους ολοκληρωμένης διαβούλευσης, ώστε να συμμετέχουν όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς για να εξασφαλιστεί η μέγιστη δυνατή αποδοχή. Σημαντικοί πυλώνες στη διαδικασία αυτή είναι οι εξής:

  • Αξιοποίηση της εγχώριας επιστημονικής τεχνογνωσίας και εμπειρίας για τον προσεκτικό σχεδιασμό της σταδιακής προσέγγισης και όλων των απαραίτητων βημάτων.
  • Θεσμοθέτηση ενός σαφούς νομοθετικού πλαισίου, το οποίο θα ενσωματώνει τις διεθνείς καλές πρακτικές και τη νέα Οδηγία της ΕΕ.
  • Καταγραφή των πιθανά ρυπασμένων χώρων, που είχε ξεκινήσει στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά δεν ολοκληρώθηκε.
  • Ανάπτυξη τεχνικών κατευθυντήριων γραμμών, που θα επιτρέπουν την εφαρμογή της νομοθεσίας με σαφή και ρεαλιστικό τρόπο. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η δημιουργία κατάλληλων οριακών τιμών εδάφους βάσει των χρήσεων γης.
  • Εκπαίδευση και κατάρτιση στελεχών των περιβαλλοντικών αρχών, ώστε να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή των νέων πολιτικών.
  • Ανάπτυξη χρηματοδοτικών εργαλείων για τη στήριξη της απορρύπανσης των «ορφανών» ρυπασμένων χώρων, όπου δεν μπορεί να εντοπιστεί ο ρυπαίνων.
  • Δημιουργία συνεργασιών, ώστε να αξιοποιηθεί η εμπειρία των χωρών που έχουν ήδη προηγμένα πλαίσια διαχείρισης ρυπασμένου εδάφους.

Η νέα Ευρωπαϊκή Οδηγία αποτελεί μια πρόκληση, στην οποία η Ελλάδα πρέπει να ανταποκριθεί εγκαίρως, γεγονός που απαιτεί την άμεση αναγνώριση του προβλήματος και την ενεργοποίηση όλων των κατάλληλων μηχανισμών για την υλοποίηση όλων των παραπάνω. Η επιτυχής διαχείριση του ρυπασμένου εδάφους δεν είναι μόνο ζήτημα περιβαλλοντικής προστασίας, αλλά και προϋπόθεση για μια δίκαιη οικονομική ανάπτυξη. Η διεθνής εμπειρία μπορεί να αποτελέσει οδηγό για τη δημιουργία ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού συστήματος διαχείρισης ρυπασμένου εδάφους στη χώρα μας, υπό την προϋπόθεση ότι θα προσαρμοστεί κατάλληλα στις ελληνικές συνθήκες και ανάγκες.

[1] https://ypen.gov.gr/wp-content/uploads/2021/09/FR_Ηazardous_waste_contaminated_soil_GR.pdf

[1] https://doi.org/10.1093/inteam/vjae019

Συγγραφή: Ηρακλής Παναγιωτάκης
Δρ. Μηχανικός Περιβάλλοντος