Η Ευρώπη αντιμετωπίζει εξαιρετικά σοβαρές δημοσιονομικές πιέσεις, που προκύπτουν από νέες πολιτικές προτεραιότητες (όπως η άμυνα και η ενεργειακή ασφάλεια), το αυξανόμενο κόστος της γήρανσης του πληθυσμού (συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη), καθώς και το αυξημένο κόστος εξυπηρέτησης ήδη υψηλού δημόσιου χρέους, επισημαίνει ανάλυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Ελλείψει άμεσης πολιτικής δράσης, τα επίπεδα δημόσιου χρέους θα μπορούσαν να υπερδιπλασιαστούν για τη μέση ευρωπαϊκή χώρα μέσα στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των επιτοκίων, επιβράδυνση της ήδη ασθενούς οικονομικής ανάπτυξης και υπονόμευση της εμπιστοσύνης των αγορών.

Για να επιτευχθεί η απαιτούμενη πολιτική προσαρμογή, θα χρειαστούν τόσο διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όσο και δημοσιονομική προσαρμογή (consolidation), με το ένα τρίτο της προσαρμογής να επιτυγχάνεται μέσω ενός συνόλου μετρίων μεταρρυθμίσεων και τα δύο τρίτα μέσω μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης. Ωστόσο, για τις χώρες με υψηλό χρέος, αυτό το πολιτικό πακέτο πιθανότατα δεν θα είναι επαρκές για να αντιμετωπίσει τη δημοσιονομική πρόκληση, καθιστώντας αναπόφευκτη μια βαθύτερη επανεξέταση της έκτασης των δημόσιων υπηρεσιών και του κοινωνικού συμβολαίου, προκειμένου να καλυφθεί το κενό.

Η καθυστέρηση της πολιτικής δράσης ενδέχεται να αποδειχθεί δαπανηρή, καθώς η δημοσιονομική θέση θα επιδεινωθεί περαιτέρω και το έργο των υπευθύνων χάραξης πολιτικής θα καταστεί ακόμη πιο δύσκολο, επισημαίνει το ΔΝΤ.

Οι νέεςς πιέσεις στις Δημόσιες Δαπάνες

Οι περισσότερες χώρες βρίσκονται σε δύσκολη θέση, καθώς οι ανάγκες για δαπάνες αυξάνονται και το κόστος δανεισμού παραμένει υψηλό. Η κληρονομιά προηγούμενων κρίσεων εξακολουθεί να βαραίνει, με το δημόσιο χρέος να έχει αυξηθεί απότομα κατά την πανδημία και να παραμένει σε υψηλά επίπεδα.

Η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων, σε συνδυασμό με το ήδη υψηλό χρέος, εκθέτει πολλές χώρες σε αυξανόμενους τόκους εξυπηρέτησης, οι οποίοι απειλούν να περιορίσουν τις αναγκαίες δαπάνες.

Παράλληλα, η γήρανση του πληθυσμού εξακολουθεί να αυξάνει τις δαπάνες για υγεία και δημόσιες συντάξεις, ενώ η επιβράδυνση της προσφοράς εργασίας ενέχει κινδύνους για την αναπτυξιακή δυναμική και τις δημοσιονομικές εισροές.

Οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν επίσης νέες απαιτήσεις, όπως η πρόσφατη δέσμευση του ΝΑΤΟ να αυξήσει τις «βασικές» αμυντικές δαπάνες στο 3,5% του ΑΕΠ, καθώς και τα κόστη που συνδέονται με την ενεργειακή ασφάλεια και τον ψηφιακό μετασχηματισμό.

Συνολικά, αυτές οι πιέσεις εκτιμάται ότι θα αυξήσουν τις δαπάνες, σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα, κατά περίπου 4½ ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έως το 2040 κατά μέσο όρο στις ανεπτυγμένες οικονομίες (εκτός Κεντρικής, Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης – CESEE) και κατά 5½ ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στις χώρες της CESEE — μεγέθη ανάλογα με εκείνα που εντοπίζονται σε παρόμοιες μελέτες.

Πώς θα χρηματοδοτηθεί ο λογαριασμός;

Η Ευρώπη βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με το δύσκολο ερώτημα του πώς θα καλύψει το κόστος. Ο πρόσθετος δανεισμός για τη χρηματοδότηση νέων δαπανών θα είναι πιθανότατα δαπανηρός (καθώς η εποχή των πολύ χαμηλών επιτοκίων φαίνεται να έχει παρέλθει) και δυνητικά επικίνδυνος, αν μια ταχεία άνοδος του χρέους προκαλέσει αρνητικές αντιδράσεις των αγορών, οι οποίες θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Από την άλλη πλευρά, η αύξηση των φόρων για τη χρηματοδότηση υψηλότερων δαπανών δεν θα είναι εύκολη, καθώς τα επίπεδα των εσόδων βρίσκονται ήδη κοντά σε ιστορικά υψηλά στις περισσότερες μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες, ενώ οι πολίτες υποφέρουν και από τις συνέπειες του υψηλού πληθωρισμού.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αντιμετωπίζουν επίσης ένα δυσχερές πολιτικοοικονομικό περιβάλλον, καθώς η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς διαβρώνεται. Οι ψηφοφόροι αναμένουν από τις κυβερνήσεις να δαπανούν περισσότερα για τη βελτίωση των δημόσιων υπηρεσιών, ενώ ταυτόχρονα είναι απρόθυμοι να δεχθούν αυξήσεις φόρων και εκφράζουν δικαιολογημένες ανησυχίες για τα επίπεδα του δημόσιου χρέους. Αυτό καθιστά δύσκολη τη διαμόρφωση πολιτικής συναίνεσης για μέτρα που θα ενισχύσουν τη δημοσιονομική βιωσιμότητα.

Ο κίνδυνος

Αν δεν υπάρξει παρέμβαση, το δημόσιο χρέος θα κινηθεί σε μη βιώσιμη πορεία. Χωρίς αλλαγές πολιτικής το χρέος της μέσης ευρωπαϊκής χώρας θα φτάσει στο 130% του ΑΕΠ έως το 2040 — περίπου διπλάσιο από το σημερινό επίπεδο.

Η προσομοίωση υποθέτει ότι το πρωτογενές έλλειμμα (εξαιρουμένων των πρόσθετων δαπανών) παραμένει σταθερό ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα συνεχίσει να αυξάνεται, καθώς οι πρόσθετες δαπάνες που σχετίζονται με τη γήρανση, την άμυνα και την ενεργειακή ασφάλεια θα ενισχύουν τα επίπεδα του ελλείμματος, με το αποτέλεσμα αυτό να επιτείνεται με την πάροδο του χρόνου.

Η πορεία του χρέους θα μπορούσε να γίνει ακόμη πιο απότομη, εάν η επιδείνωση της δημοσιονομικής θέσης επιβραδύνει περαιτέρω την ήδη αναιμική οικονομική ανάπτυξη και αυξήσει το κόστος δανεισμού.

Κατά μέσο όρο, οι μελέτες δείχνουν ότι αύξηση του λόγου χρέους κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες μειώνει την ετήσια πραγματική ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά περίπου 0,05–0,2 ποσοστιαίες μονάδες, όταν το χρέος υπερβαίνει το 75% του ΑΕΠ. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, η αύξηση του χρέους που θα προκύψει χωρίς πολιτική δράση θα μπορούσε να μειώσει την ετήσια ανάπτυξη του ΑΕΠ κατά περίπου μισή ποσοστιαία μονάδα έως το 2040 — κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, δεδομένου ότι ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης κυμαίνεται γύρω στο 2% κατά μέσο όρο στις ευρωπαϊκές χώρες.

Με τη σειρά του, ο χαμηλότερος ρυθμός ανάπτυξης και τα υψηλότερα επιτόκια θα επιδεινώσουν περαιτέρω τη δυναμική του χρέους: ο μέσος λόγος χρέους θα φτάσει περίπου το 150% του ΑΕΠ έως το 2040 (ή σχεδόν 190% σε σταθμισμένη βάση). Οι αρνητικοί φαύλοι κύκλοι μεταξύ χρέους, ανάπτυξης και κόστους δανεισμού θα υπονομεύσουν τα επίπεδα διαβίωσης.

Η Ευρώπη χρειάζεται τόλμηρη πολιτική αντίδραση

Θα απαιτηθεί μια συνολική πολιτική αντίδραση για να διατηρηθεί υπό έλεγχο η δημοσιονομική κατάσταση και να αποφευχθεί περαιτέρω βλάβη στην ανάπτυξη, σημειώνει το ΔΝΤ και κάνει λόγο για «πακέτα πολιτικής» που βασίζονται σε τρεις πυλώνες:

Μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν την ικανότητα της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τις πιέσεις μέσω ενίσχυσης της οικονομικής ανάπτυξης (π.χ. μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και εργασίας, βελτίωση της διακυβέρνησης, εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς της ΕΕ), αντιμετωπίζουν ορισμένες πιέσεις δαπανών (π.χ. προσαρμογή των συνταξιοδοτικών συστημάτων για μετριασμό του κόστους που προκαλεί η γήρανση και η αυξημένη μακροζωία) και μειώνουν το βάρος που πέφτει στους εθνικούς προϋπολογισμούς (π.χ. μέσω αυξημένης κεντρικοποίησης των δαπανών σε επίπεδο ΕΕ και κινητοποίησης ιδιωτικών επενδύσεων).

Μέτρα μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής εξυγίανσης και στις πλευρές των εσόδων και των δαπανών. Αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν: αύξηση των εσόδων μέσω μεταρρυθμίσεων φορολογικής πολιτικής και βελτίωσης της διοίκησης εσόδων, αυστηρότερη προτεραιοποίηση δαπανών και βελτίωση της αποδοτικότητας των δαπανών.

Επανεξέταση του ρόλου της κυβέρνησης, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο σε ορισμένες χώρες: αν οι μεταρρυθμίσεις και η μεσοπρόθεσμη εξυγίανση είναι ανεπαρκείς, τότε πιο ριζοσπαστικά δημοσιονομικά μέτρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν επανεκτίμηση της έκτασης των δημόσιων υπηρεσιών και άλλων κυβερνητικών λειτουργιών, επηρεάζοντας ενδεχομένως και το κοινωνικό συμβόλαιο.

Η πολιτική αντίδραση πρέπει να είναι αρκετά φιλόδοξη ώστε να ενσωματώσει τις νέες προτεραιότητες δαπανών και να συγκρατήσει την πορεία του χρέους καθώς οι πιέσεις εντείνονται. Για να καθοριστεί το μέγεθος της πολιτικής αντίδρασης, είναι σημαντικό να οριστεί μια βιώσιμη τροχιά χρέους. Υπάρχουν βεβαίως πολλές πιθανές βιώσιμες πορείες χρέους, επομένως η «αναφορά» (reference path) επιλέγεται για να ικανοποιεί δύο κριτήρια:

Η αναφορά της τροχιάς του χρέους είναι «δεμένη» σε ένα συνετό επίπεδο για να εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα. Η βασική σκέψη κατά τον καθορισμό των μεσο- έως μακροπρόθεσμων ορίων χρέους (στόχων ή ανωτάτων ορίων) είναι η διαχείριση του κινδύνου να βγει εκτός ελέγχου. Το ΔΝΤ κάνει λόγο για ένα όριο χρέους περίπου 90% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο. Το όριο αυτό είναι σημαντικά υψηλότερο από το 60% του ΑΕΠ που προβλέπεται θεσμικά στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ από τη δεκαετία του 1990, το οποίο παραμένει νομικά δεσμευτικό. Η διαφορά αντικατοπτρίζει αυξημένη δυνατότητα δανεισμού σε πολλές χώρες τα τελευταία τριάντα χρόνια, λόγω παραγόντων όπως η εμβάθυνση των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι μεγαλύτερες βάσεις εσόδων των κυβερνήσεων και το χαμηλότερο κόστος δανεισμού (παρά τις πρόσφατες αυξήσεις).

Οι τροχιές χρέους προσαρμόζονται στις διαφορετικές ανάγκες των χωρών υψηλού και χαμηλού χρέους, σύμφωνα με την ανάλυση.

Οι μεταρρυθμίσεις είναι κρίσιμες

Υπάρχει ευρύ φάσμα μεταρρυθμίσεων σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο που προσφέρουν δημοσιονομικά οφέλη. Βάσει προηγούμενων συστάσεων του ΔΝΤ, εξετάζουμε ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη και έχουν δημοσιονομικό όφελος:

Εσωτερικές μεταρρυθμίσεις ενίσχυσης της ανάπτυξης, που ενθαρρύνουν την εργασία και την πρόσληψη προσωπικού, απλουστεύουν τους ρυθμιστικούς κανόνες για τις επιχειρήσεις, ενισχύουν τη διακυβέρνηση και βελτιώνουν τη λειτουργία των αγορών κεφαλαίου και πιστώσεων.

Αυτές οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να αυξήσουν την ανάπτυξη και να ανυψώσουν το επίπεδο παραγωγής μεσοπρόθεσμα κατά περίπου 5% στις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες και κατά 7% στις χώρες CESEE, με βάση την υπόθεση ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις καλύπτουν το μισό κενό μέχρι το όριο αποδοτικότητας. Η αύξηση της παραγωγής από αυτές τις μεταρρυθμίσεις θα διευρύνει τη φορολογική βάση και θα αυξήσει τα έσοδα.

Περαιτέρω εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς, προωθώντας την ένωση των αγορών κεφαλαίου, ενισχύοντας την κινητικότητα εργασίας στην ΕΕ και εμβαθύνοντας την ενσωμάτωση της ενεργειακής αγοράς, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την πρόκληση παραγωγικότητας της Ευρώπης. Τα πιθανά οφέλη από την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς είναι σημαντικά: η εφαρμογή μόνο επιλεγμένων πρώτων βημάτων θα αύξανε την παραγωγή στις χώρες της ΕΕ κατά 3% μέσα σε δέκα χρόνια.

Παροχή ευρωπαϊκών δημόσιων αγαθών σε κεντρικό επίπεδο, με διπλασιασμό του προϋπολογισμού της ΕΕ για καινοτομία, άμυνα και ενέργεια, χρηματοδοτούμενη μέσω κοινού δανεισμού, θα μπορούσε να μεταφέρει ορισμένες ευθύνες στο κεντρικό επίπεδο και να εξοικονομίσει πόρους για τους εθνικούς προϋπολογισμούς.

Μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό που στοχεύουν στη σταθεροποίηση των δαπανών για συντάξεις ως ποσοστό του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα, μέσω αύξησης των εισφορών, ανόδου του ορίου συνταξιοδότησης και μείωσης των παροχών.

Κινητοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων μέσω εργαλείων μείωσης κινδύνου (π.χ. δημόσιες επιδοτήσεις, εγγυήσεις) μπορεί να μειώσει την πίεση στον δημόσιο τομέα, απελευθερώνοντας ιδιωτικά κεφάλαια σε συγκεκριμένους τομείς. Η στρατηγική αυτή έχει συζητηθεί εκτενώς στο πλαίσιο της μετάβασης σε οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα και ανθεκτική στο κλίμα.

Ακόμη και με μεταρρυθμίσεις υπάρχει κενό που πρέπει να καλυφθεί

Η μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική εξυγίανση είναι απαραίτητη στις περισσότερες χώρες, καθώς οι μεταρρυθμίσεις από μόνες τους δεν αρκούν για να καλύψουν τις αυξανόμενες ανάγκες δαπανών. Η υπόθεση είναι ότι η εξυγίανση θα πραγματοποιηθεί τα επόμενα πέντε έτη για να δημιουργηθούν αποθέματα που μπορούν να απορροφήσουν μελλοντικές πιέσεις δαπανών. Οι προσομοιώσεις δείχνουν ότι η εξυγίανση είναι απαραίτητη σε περίπου τρία τέταρτα των ευρωπαϊκών χωρών για την επίτευξη της αναφοράς τροχιάς χρέους, ακόμη και μετά την εφαρμογή του «μετριοπαθούς» πακέτου μεταρρυθμίσεων.

Στις χώρες αυτές, η απαιτούμενη προσαρμογή θα απαιτούσε, κατά μέσο όρο, ετήσια βελτίωση στο κυκλικά προσαρμοσμένο πρωτογενές ισοζύγιο περίπου κατά ¾% του ΑΕΠ ετησίως κατά τη διάρκεια της πενταετούς περιόδου εξυγίανσης (συσσωρευτικά λίγο πάνω από 3½% του ΑΕΠ). Αυτή η εκτίμηση μπορεί να υποτιμά τις πραγματικές ανάγκες προσαρμογής, καθώς βασίζεται σε συντηρητικές υποθέσεις σχετικά με τη διαφορά επιτοκίων – ανάπτυξης και ένα ρεαλιστικό όριο χρέους.

Υπάρχει μεγάλη ανομοιογένεια στην περιοχή όσον αφορά τις ανάγκες εξυγίανσης. Αν και ο μέσος όρος είναι 3½% του ΑΕΠ, οι ανάγκες που εκτιμώνται στην ενδεικτική προσομοίωση διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των χωρών. Πολλές μικρότερες ανεπτυγμένες οικονομίες έχουν είτε μηδενικές είτε μικρές ανάγκες εξυγίανσης, κάτω του 2% του ΑΕΠ συσσωρευτικά. Οι χώρες CESEE τείνουν να απαιτούν μεγαλύτερη εξυγίανση — στην περιοχή του 2–5% του ΑΕΠ. Ορισμένες μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες εμφανίζουν τις μεγαλύτερες ανάγκες εξυγίανσης, όπου το κυκλικά προσαρμοσμένο πρωτογενές ισοζύγιο θα πρέπει να βελτιωθεί κατά περισσότερο από 5% του ΑΕΠ σε πέντε έτη για να συμμορφωθούν με το όριο στην ενδεικτική προσομοίωση.

Το μέγεθος της απαιτούμενης δημοσιονομικής εξυγίανσης εξαρτάται από το εύρος των μεταρρυθμίσεων. Πιο φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις έχουν μεγαλύτερη δημοσιονομική επίδραση λόγω της πρόσθετης αύξησης του ΑΕΠ, η οποία ενισχύει τα έσοδα, και της μεγαλύτερης μείωσης των πιέσεων δαπανών — όλα αυτά μειώνουν το μέγεθος της απαιτούμενης εξυγίανσης για την επίτευξη της αναφοράς τροχιάς χρέους.

Η συνδυασμένη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και εξυγίανσης είναι απαραίτητη για την πλειονότητα των χωρών. Η επιλογή της βέλτιστης συνδυαστικής στρατηγικής παραμένει σε κάθε χώρα, λαμβάνοντας υπόψη τα επιμέρους δεδομένα. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει επίσης να έχουν υπόψη ότι τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων αναπτύσσονται σταδιακά, και οι δυσμενείς κραδασμοί μπορεί να εμφανιστούν πριν από την πλήρη απορρόφηση των ωφελειών. Αυτό υποδηλώνει ότι η παραμέληση της δημοσιονομικής εξυγίανσης μπορεί να είναι επικίνδυνη.

Το μέγεθος της απαιτούμενης εξυγίανσης εξαρτάται επίσης από το πόσο φιλικές προς την ανάπτυξη είναι οι δημοσιονομικές πολιτικές. Οι προηγούμενες εκτιμήσεις δεν λαμβάνουν πλήρως υπόψη την επίδραση της εξυγίανσης στην οικονομική απόδοση. Αν η δημοσιονομική προσαρμογή επιδεινώσει σημαντικά τις προοπτικές ανάπτυξης, η σταθεροποίηση του χρέους γίνεται πιο δύσκολη.

Κατά την επιλογή μέτρων εξυγίανσης, η προτεραιότητα πρέπει να είναι η βελτίωση της αποδοτικότητας τόσο στις δαπάνες όσο και στα έσοδα. Γενικά, οι εκθέσεις του ΔΝΤ προτείνουν μια ισορροπημένη προσέγγιση εξυγίανσης στην Ευρώπη, συνδυάζοντας μέτρα εσόδων και δαπανών, ενώ προστατεύουν την ανάπτυξη και τις ευάλωτες ομάδες.

 

Ο ρόλος της κυβέρνησης σε κρίσιμους τομείς

Για χώρες που ήδη έχουν υψηλά επίπεδα χρέους, οι μεταρρυθμίσεις και οι συμβατικές δημοσιονομικές εξυγιαντικές πολιτικές πιθανότατα δεν θα επαρκέσουν για να ευθυγραμμιστούν οι ανάγκες δαπανών με τους διαθέσιμους πόρους. Σχεδόν το ένα τέταρτο των ευρωπαϊκών χωρών θα απαιτούσε εξυγίανση πάνω από 1% του ΑΕΠ ετησίως για πέντε έτη, για να επιτευχθεί η αναφορά τροχιάς χρέους, ακόμη και μετά την εφαρμογή του «μετριοπαθούς» πακέτου μεταρρυθμίσεων.

Το μέγεθος αυτό υπερβαίνει ό,τι ήταν εφικτό στο παρελθόν: τα τελευταία τριάντα χρόνια, το μέσο επεισόδιο εξυγίανσης στις ευρωπαϊκές χώρες βελτίωνε το κυκλικά προσαρμοσμένο πρωτογενές ισοζύγιο κατά περίπου 1 ποσοστιαία μονάδα ΑΕΠ ανά έτος για μόλις τρία έως τέσσερα χρόνια. Επομένως, η αντιμετώπιση της δημοσιονομικής πρόκλησης θα απαιτήσει πολύ πιθανόν υπέρβαση των παραδοσιακών στρατηγικών εξυγίανσης.

Σε αυτές τις χώρες, μια συζήτηση σχετικά με την έκταση και τη βιωσιμότητα του «ευρωπαϊκού μοντέλου» φαίνεται αναπόφευκτη. Αν και η Ευρώπη δεν έχει ένα ενιαίο κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο, υπάρχουν ορισμένα επαναλαμβανόμενα χαρακτηριστικά, όπως σχετικά μεγάλοι κρατικοί προϋπολογισμοί, γενναιόδωρα και εκτενή προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας με ευρεία κοινωνική προστασία και αναδιανομή, καθολική υγειονομική περίθαλψη και δωρεάν ή ιδιαίτερα προσιτή εκπαίδευση.

Αυτά τα χαρακτηριστικά έχουν παίξει κρίσιμο ρόλο στην υποστήριξη της οικονομικής ανάπτυξης, της κοινωνικής συνοχής και της μακροπρόθεσμης σταθερότητας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ευρωπαϊκό μοντέλο αντιμετωπίζει τώρα μια πρόκληση βιωσιμότητας, με τις κυβερνήσεις να πρέπει να λαμβάνουν δύσκολες αποφάσεις μεταξύ ανταγωνιζόμενων αναγκών.

Η προτεραιοποίηση μιας βασικής ανάγκης μπορεί να απαιτεί θυσίες σε άλλες. Μια χρήσιμη προσέγγιση για την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων είναι η διαφοροποίηση μεταξύ βασικών και premium υπηρεσιών σε τομείς όπως η υγεία, η εκπαίδευση, οι συντάξεις και η κοινωνική προστασία.

Φορολογικές αλλαγές

Αν το ευρωπαϊκό μοντέλο χρειαστεί επανεξέταση, ίσως απαιτηθούν δύσκολες επιλογές τόσο στην πλευρά των φόρων όσο και των δαπανών. Διδάγματα μπορούν να αντληθούν από διεθνείς εμπειρίες, καθώς αρκετές χώρες έχουν πραγματοποιήσει σημαντικές αναπροσαρμογές των κυβερνητικών δραστηριοτήτων στο παρελθόν (π.χ. Καναδάς και Σουηδία τη δεκαετία του 1990, και οι χώρες της Βαλτικής μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση).

Πρόσφατες εκθέσεις του ΔΝΤ έχουν προτείνει στα ευρωπαϊκά κράτη:

Ορισμένες χώρες μπορούν να μειώσουν σημαντικά την παροχή δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει πώληση ή κλείσιμο ζημιογόνων κρατικών επιχειρήσεων (π.χ. Μολδαβία, Σερβία, Ουκρανία), καλύτερη στόχευση των κοινωνικών δαπανών και βελτίωση της αποδοτικότητας των κοινωνικών παροχών (Βέλγιο, Γαλλία, Νορβηγία), σημαντική μείωση των επιδοτήσεων ενέργειας (Γερμανία, Σλοβακία, Τουρκία) και ορθολογικοποίηση του μισθολογίου στο δημόσιο (Αυστρία, Κροατία).

Σε ορισμένες περιπτώσεις, φορολογικά μέτρα μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντική αλλαγή στο «κοινωνικά συμφωνημένο» εύρος του κράτους. Για παράδειγμα, οι χώρες της Βαλτικής αντιμετώπισαν εντάσεις μεταξύ διατήρησης ενός ανταγωνιστικού φορολογικού περιβάλλοντος και επέκτασης της παροχής δημόσιων υπηρεσιών και ισχυρότερου κοινωνικού πλέγματος ασφάλειας. Οι επιλογές για ενίσχυση των εσόδων θα πρέπει να εξεταστούν για τη στήριξη των αυξανόμενων δαπανών.

Η αλλαγή στον ρόλο της κυβέρνησης μπορεί να αυξήσει την αποδοτικότητα ενώ προστατεύει τους ευάλωτους, συνεχίζει το ΔΝΤ. Αν και το μέγεθος του δημόσιου τομέα αποτελεί εθνική επιλογή και διαφέρει μεταξύ χωρών, η αύξηση της ιδιωτικής συμμετοχής μπορεί να έχει οικονομικά οφέλη, όπως βελτίωση της αποδοτικότητας, της ποιότητας και της ποικιλίας των υπηρεσιών, αξιοποιώντας την τεχνογνωσία του ιδιωτικού τομέα, π.χ. στη διαχείριση συντάξεων.

Ανάγκη άμεσης δράσης πριν το πρόβλημα επιδεινωθεί

Η καθυστέρηση στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και εξυγίανσης θα επιδεινώσει μόνο το πρόβλημα. Όσο περισσότερο καθυστερούν οι μεταρρυθμίσεις και η εξυγίανση, τόσο περισσότερο θα επιβαρυνθεί η δημοσιονομική θέση, συσσωρεύοντας χρέος ταχύτερα και αυξάνοντας το κόστος δανεισμού. Αυτό θα αυξήσει τις μελλοντικές ανάγκες προσαρμογής και θα κάνει πιο πιθανό η αγορά να επιβάλλει μια αναδιάρθρωση με ακανόνιστο τρόπο, μη συμβατό με τις δημόσιες προτιμήσεις.

Η στρατηγική του «πάμε όπως πάει» που έχουν εφαρμόσει πολλές χώρες φτάνει στα όριά της, τονίζει το Ταμείο.

Τα βασικά στοιχεία

  • Καμία μαγική λύση: Απαραίτητη μια πολυδιάστατη στρατηγική, αξιοποιώντας όλα τα πολιτικά εργαλεία σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο. Κανένα μέτρο από μόνο του δεν μπορεί να καλύψει το χρηματοδοτικό κενό.
  • Συνδυασμός μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικής πολιτικής: Και τα δύο απαιτούνται, και η προόδος στις μεταρρυθμίσεις μειώνει την επιβάρυνση της εξυγίανσης.
  • Δύσκολες αποφάσεις για τον ρόλο της κυβέρνησης: Ακόμη και με τολμηρές μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομική πειθαρχία, τα χρηματοδοτικά κενά πιθανόν να παραμείνουν, ειδικά σε χώρες υψηλού χρέους.
  • Εκτεταμένη δημόσια διαβούλευση: Σημαντικό να ξεκινήσει δημόσιος διάλογος για το μέγεθος του προβλήματος, τις συνέπειες της αδράνειας και τη σύνθεση του προτεινόμενου πακέτου πολιτικής, ώστε να χτιστεί εμπιστοσύνη και να εξηγηθούν τα οφέλη των δύσκολων αποφάσεων. Παράλληλα, πρέπει να δημοσιοποιούνται αξιόπιστες μακροπρόθεσμες δημοσιονομικές προβλέψεις και στρατηγικά σχέδια.
Δείτε Επίσης

Συμμαχία Aktor – ΔΕΠΑ Εμπορίας για μεταφορά LNG

H σύσταση της εταιρείας «ATLANTIC – SEE LNG TRADE Α.Ε.» με το…

Η αποδυνάμωση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης απειλεί τη δημοκρατία

Η Τοπική Αυτοδιοίκηση αποτελεί τον πιο άμεσο θεσμό δημοκρατικής συμμετοχής και καθημερινής…

Αλεξανδρούπολη – Συνέδριο ΚΕΔΕ: Θ. Λιβάνιος: Εντός του Νοεμβρίου στην ΚΕΔΕ το σύνολο του νέου Κώδικα Τοπικής Αυτοδιοίκησης

  Εντός του Νοεμβρίου θα δοθεί στην Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδος το…

Σύστημα κοινόχρηστων ηλεκτρικών ποδηλάτων στον δήμο Βύρωνα

Σύστημα κοινόχρηστων ποδηλάτων εγκατέστησε και ξεκίνησε να λειτουργεί από σήμερα ο δήμος…