Η ελληνική οικονομία διέρχεται περίοδο που καταγράφει υψηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης από την ευρωπαϊκή, ενώ παράλληλα η δημοσιονομική σταθερότητα έχει παγιωθεί, η αγορά εργασίας βελτιώνεται, οι επενδύσεις ανακάμπτουν και οι εξαγωγές ενισχύονται.

Έχοντας αυτά τα μακροοικονομικά επιτεύγματα ως βάση, η ελληνική οικονομία καλείται να  αντιμετωπίσει μία από τις σημαντικότερες αδυναμίες της που είναι η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας, η οποία σε συνδυασμό με τη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού υπονομεύει τις αναπτυξιακές της προοπτικές σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, τονίζει στο τελευταίο «Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων» η Alpha Bank.

 

Πριν την οικονομική κρίση, η Ελλάδα είχε προσεγγίσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στην παραγωγικότητα μετρούμενη με βάση τον αριθμό των απασχολουμένων, ενώ υπολειπόταν αυτού στην παραγωγικότητα μετρούμενη με βάση τον αριθμό των ωρών εργασίας [i]. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης καταγράφηκε σημαντική αποδυνάμωση των δύο μεγεθών [ii] (Γράφημα 1α) και μεγάλη απόκλιση από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς μέσους όρους.

Η απόκλιση αυτή διατηρείται [iii] παρά τη βελτίωση που καταγράφει η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα μετά την πανδημία [iv] και η οποία συνεχίστηκε το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Συγκεκριμένα, η παραγωγικότητα με βάση τον αριθμό των απασχολουμένων αυξήθηκε κατά 1,2% σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο, ενώ η παραγωγικότητα με βάση τις ώρες εργασίας αυξήθηκε κατά 3,3%.

Οι κυριότεροι παράγοντες που συντελούν στη χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα σύμφωνα με την Alpha Βank, είναι οι ακόλουθοι:

Πρώτον, η μεγάλη πτώση των επενδύσεων κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και ιδιαίτερα των παραγωγικών επενδύσεων όπως είναι αυτές σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό.

Η παραγωγικότητα της εργασίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις επενδύσεις και η υποχώρησή τους σε επίπεδα χαμηλότερα των αποσβέσεων παγίου κεφαλαίου είχε ως αποτέλεσμα την εξασθένιση του αποθέματος του παραγωγικού κεφαλαίου της χώρας. Κατά συνέπεια, ο παραγωγικός συντελεστής της εργασίας «συνεργαζόταν» με χαμηλότερης ποσότητας και ποιότητας κεφάλαιο (αφού δεν ενσωματωνόταν επαρκώς η νέα τεχνολογία) αποδυναμώνοντας την παραγωγικότητα.

Μολονότι την τελευταία πενταετία οι επενδύσεις έχουν ανακάμψει τόσο σε πραγματικά μεγέθη όσο και ως ποσοστό στο ΑΕΠ, απέχουν σημαντικά τόσο από τα επίπεδα που βρίσκονταν πριν από την οικονομική κρίση όσο και από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Συγκεκριμένα, ενώ το 2008 οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν στο 23,3% στην Ελλάδα έναντι 23% στην Ε.Ε., το 2024 τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ελλάδα ήταν στο 16% (το δεύτερο χαμηλότερο στην Ε.Ε.) έναντι 21,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Επιπρόσθετα, το 2024 οι επενδύσεις στην Ελλάδα σε μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό υπολείπονταν κατά περίπου 25% των αντίστοιχων του 2008, παρά τη σημαντική άνοδο από το 2021, ενώ αντίθετα στην Ε.Ε. οι αντίστοιχες επενδύσεις το 2024 υπερέβησαν αυτές του 2008 κατά 11,5% (Γράφημα 1β).

Εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα, 1995-2024 (α) και επενδύσεις σε μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό (β)

 

Δεύτερον, η δομή της οικονομίας. Η συγκριτικά μεγαλύτερη  συμμετοχή των πολύ μικρών επιχειρήσεων στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας δυσχεραίνει την επίτευξη οικονομίων κλίμακας, ενώ περιορίζει τη δυνατότητα τεχνολογικού εκσυγχρονισμού. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με εκτιμήσεις τις Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2024[v], σχεδόν το 47% των απασχολουμένων στην Ελλάδα (Ε.Ε.: 30,1%) εργάζεται σε επιχειρήσεις με λιγότερα από 10 άτομα, με τους αυτοαπασχολούμενους να αντιπροσωπεύουν το 27,1% της συνολικής απασχόλησης στη χώρα μας (Ε.Ε.: 13,7%) [vi].

Ένας άλλος δομικός παράγοντας σχετίζεται με τον προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας προς τις υπηρεσίες -των οποίων η πλειονότητα των κλάδων είναι εντάσεως εργασίας- έναντι της βιομηχανίας που είναι περισσότερο εντάσεως κεφαλαίου.

Το ποσοστό της βιομηχανίας στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (ΑΠΑ) ανήλθε το 2024 σε 15,1% και παρά την αύξηση του εν λόγω ποσοστού σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία εξακολουθεί να παραμένει από τα χαμηλότερα στην Ε.Ε. Αξίζει να αναφερθεί ότι σε σύγκριση με το 2008 η παραγωγικότητα της εργασίας στην ελληνική βιομηχανία έχει βελτιωθεί, γεγονός που συνδέεται με τη μεγάλη αύξηση των επενδύσεων, ιδιαίτερα την τελευταία πενταετία (Γράφημα 2α).

Τρίτον, η αργή ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών από τις επιχειρήσεις που επίσης συνδέεται, σε κάποιο βαθμό, με την επενδυτική άπνοια της προηγούμενης δεκαετίας. Σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων [vii] το 57% των ελληνικών επιχειρήσεων χρησιμοποιεί προηγμένες ψηφιακές τεχνολογίες [viii], το οποίο είναι το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. μετά από το αντίστοιχο της Κροατίας και είκοσι μονάδες χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Επιπρόσθετα, μόλις το 19% των ελληνικών επιχειρήσεων κάνει χρήση εφαρμογών Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ) [x], ποσοστό που είναι το χαμηλότερο στην Ε.Ε. (Γράφημα 2β).

Σημειώνεται ότι οι χώρες των οποίων οι επιχειρήσεις εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά χρήσεων εφαρμογών ΤΝ, όπως η Φινλανδία, η Δανία και η Ολλανδία, είναι μεταξύ των χωρών που καταγράφουν από τις υψηλότερες επιδόσεις στην παραγωγικότητα της εργασίας. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος διαμορφώνεται στο 37%, οριακά υψηλότερα έναντι του αντίστοιχου ποσοστού των αμερικανικών επιχειρήσεων.

Δράσεις οι οποίες περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και αποσκοπούν στον ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων, αλλά και στην εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού σε ψηφιακές δεξιότητες, δύναται να οδηγήσουν στη σύγκλιση της Ελλάδας με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στη χρήση ψηφιακών εργαλείων όπως η ΤΝ.

 

Εξέλιξη ΑΠΑ, απασχόλησης και επενδύσεων στη Βιομηχανία (α) και ποσοστό των επιχειρήσεων ανά χώρα που χρησιμοποιούν Τεχνητή Νοημοσύνη (β)

 

 

Τέταρτο, παράγοντες που σχετίζονται με το ανθρώπινο κεφάλαιο όπως οι αναντιστοιχίες των ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας, οι οποίες αντανακλώνται στην ταυτόχρονη παρουσία  υψηλών επιπέδων διαρθρωτικής ανεργίας και σημαντικής στενότητας στην εύρεση προσωπικού από τις επιχειρήσεις.

Επιπρόσθετα, οι σημαντικές εκροές ανθρώπινου κεφαλαίου στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, μεταξύ των οποίων άτομα υψηλής εξειδίκευσης (brain drain), έπληξαν τη δυναμική της παραγωγικότητας της εργασίας.

Συνοψίζοντας, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας δύναται να προέλθει μέσω της αύξησης των επενδύσεων σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, σε συνδυασμό με την επιτάχυνση της τεχνολογικής και ψηφιακής αναβάθμισης. Προς αυτή την κατεύθυνση, πέρα από την πλήρη αξιοποίηση των πόρων αναπτυξιακών εργαλείων (Ταμείο Ανάκαμψης, ΕΣΠΑ), κρίσιμης σημασίας είναι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων με στόχο  την εμπέδωση ενός σταθερού και φιλικού προς τις επενδύσεις επιχειρηματικού περιβάλλοντος.

Επιπλέον, τόσο η βελτίωση της διασύνδεσης των πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας -οδηγώντας σε αποτελεσματικότερη αντιστοίχιση των δεξιοτήτων- όσο και η επιστροφή μέρους του ανθρώπινου κεφαλαίου υψηλής εξειδίκευσης (brain re-gain) θα συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.

 

[i] Με βάση τους δείκτες της Eurostat:
  • Nominal labour productivity per person: Ονομαστικό ΑΕΠ/Απασχολούμενοι,
  • Nominal labour productivity per hour worked: Ονομαστικό ΑΕΠ/ώρες εργασίας.
Οι δύο δείκτες εκφράζονται σε όρους Ισοδύναμης Αγοραστικής Δύναμης (Purchasing Power Standards) προκειμένου να εξαλειφθούν οι διαφορές στις τιμές μεταξύ των χωρών και να γίνει σύγκριση της παραγωγικότητάς τους σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Το 2008 η παραγωγικότητα ανά απασχολούμενο στην Ελλάδα διαμορφωνόταν στο 99,2% του μέσου όρου της ΕΕ-27, ενώ η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας διαμορφωνόταν στο 79,3%.  
[ii] Με βάση τους δείκτες της Eurostat: Real labour productivity per person, Real labour productivity per hour worked. Οι δύο δείκτες δείχνουν την πραγματική εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας σε μία χώρα. H πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας ανά άτομο μετρά την οικονομική παραγωγή κάθε απασχολούμενου με βάση την κύρια δραστηριότητά του ενώ η πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα εργασίας περιλαμβάνει τις ώρες που εργάστηκαν οι μισθωτοί και οι αυτοαπασχολούμενοι, είτε στην κύρια είτε στη δευτερεύουσα δραστηριότητά τους. 
[iii] Τα πιο πρόσφατα στοιχεία  (2023) της Eurostat κατατάσσουν τη χώρα μας στην τελευταία θέση μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27) στην παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας (Nominal labour productivity per hour worked: 56,2% του μέσου όρου της ΕΕ-27) και στην προτελευταία στην παραγωγικότητα ανά απασχολούμενο (Nominal labour productivity per person: 70,1% του μέσου όρου της ΕΕ-27).
[iv] Με εξαίρεση την παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας που μειώθηκε το 2021.
[v] Annual Report on European SMEs. Εξαιρούνται η γεωργία-αλιεία-δασοκομία και ορισμένοι κλάδοι των υπηρεσιών, όπως η εκπαίδευση και η υγεία.
[vi] Στοιχεία 2024, Eurostat, αφορά άτομα 15 ετών και πάνω.
[vii] EIB Investment Survey 2025.
[viii] Στα πλαίσια της έρευνας, προηγμένες ψηφιακές τεχνολογίες θεωρούνται οι εξής: Internet of things, Big data analytics and AI, ενώ οι υπόλοιπες τροποποιούνται ανάλογα με τον κλάδο στον οποίο ανήκει η επιχείρηση που συμμετέχει στην έρευνα (π.χ. 3D printing σε μεταποίηση, κατασκευές και υποδομές).
[x] Αφορά τη χρήση εφαρμογών γενετικής/παραγωγικής τεχνητής νοημοσύνης (Generative AI), όπως ChatGPT, Bard, Copilot
Δείτε Επίσης

DRUCKFARBEN: Εγκαίνια των νέων εγκαταστάσεων του εργοστασίου στη Χαλκίδα

Τον αγιασμό των νέων εγκαταστάσεων του εργοστασίου του στη Χαλκίδα πραγματοποίησε πρόσφατα…

ΗΑΕ: Η Microsoft ανακοίνωσε επενδύσεις ύψους 15,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης

Η Microsoft ανακοίνωσε σήμερα επενδύσεις ύψους 15,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, κυρίως στον τομέα…

ΔΕΔΔΗΕ: Νέες τεχνολογίες για «έξυπνο» δίκτυο και καλύερη εξυπηρέτηση πελατών

Ο ΔΕΔΔΗΕ προχωρά στον ψηφιακό μετασχηματισμό του δικτύου του, αξιοποιώντας τις πιο…

Eurostat: Σταθερή η μέση τιμή ηλεκτρικής ενέργειας και μειωμένη η μέση τιμή φυσικού αερίου για τα νοικοκυριά της ΕΕ, το πρώτο εξάμηνο του 2025, έναντι του προηγούμενου εξαμήνου

  Σε υψηλά επίπεδα, κυμάνθηκε η μέση τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ…